χοντράδι

χοντράδι
τό
1) очёс (шерсти, льна и т.п.); 2) узел, узелок (в пряже, ткани и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χοντράδι" в других словарях:

  • χοντράδι — το, Ν 1. χοντρό απόξεσμα νημάτων ή ερίων, γνάφαλο 2. μικρός σκληρός όγκος σε μαλακό υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι, μαυρ άδι)] …   Dictionary of Greek

  • χοντράδι — το 1. χοντρό απόξεσμα νημάτων. 2. μικρός όγκος μαλακής ύλης, κόμπος: Ανακάτωσε τον τραχανά, γιατί θα γίνει χοντράδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χοντράδα — και χονδράδα, η, Ν 1. αγενής και ανάρμοστη συμπεριφορά, λόγος ή πράξη 2. χοντράδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός /χονδρός + κατάλ. –άόα (πρβλ. γυαλ άδα, κρυ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • χοντράδα — η 1. χοντροειδής συμπεριφορά, χωριατιά: Δεν την υποφέρω τη χοντράδα αυτού του ανθρώπου. 2. χοντράδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»